Παραλλαγές μαθητών "Του γιοφυριού της Άρτας"

ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ
(Σε παραλλαγή του Ζαχαρία Βαρουχάκη Γ'4)

giofiri

Σαρανταπέντε μάστοροι και εξήντα μαθητάδες
απόφαση επήρανε, να κάνουν μέγα έργο,
γεφύρι να σηκώσουνε, για το καλό της Άρτας.

Μέρα και νύχτα πολεμούν να το θεμελιώσουν,
όμως δεν τα κατάφερναν ποτέ να το τελειώσουν.
Απελπισμένοι ήτανε μέχρι που ένα πουλάκι
ανθρώπινα πους μίλησε για να τους βρει τη λύση
« Χτίζεις δε χτίζεις μάστορα ποτέ δεν θα τελειώσεις,
στοίχειωσε τη γυναίκα σου και τη καλή κυρά σου
να 'ναι γεφύρι στέρεο να χαίρεται η καρδία σου».

Άκουσε ο πρωτομάστορας και χάθηκε η χαρά του,
γιατί έπρεπε να θυσιαστεί η αγάπη της καρδιάς του.
Γυρνάει και λέει του πουλιού με πόνο μες στα μάτια:
«Στείλε πουλί τη Λυγερή να έρθει να με έβρει
όμως να μη βιαστεί πολύ, αργά να με γυρεύει».
Το πουλί όμως άλλαξε τα λόγια ετούτα σ' άλλα:
«Καλή και όμορφη κυρά βιάσου να πας να έβρεις,
τον άντρα σου το μάστορα, που τώρα σε γυρεύει».

Κινά και πάει η Λυγερή όλο χαρά και χάρη
και χαιρετά ως έφτασε μάστορα και μαστόρια
Όμως ο πρωτομάστορας φαίνεται λυπημένος.
Τον βλέπει η κόρη η όμορφη και ερώτηση του κάνει:
«Τι έχεις πρωτομάστορα και είσαι λυπημένος;»
«Το δαχτυλίδι έπεσε κάτω βαθιά στο ρέμα
και δεν μπορώ πια να το βρω και στεναχώρια έχω»
«Μη νοιάζεσαι άλλο άντρα μου και 'γω θε να κατέβω
να βρω το δαχτυλίδι σου, κάτω βαθιά στο ρέμα»

Ψάχνει και ψάχνει η Λυγερή μα τίποτα δε βρίσκει,
ζητά ευθύς να ανεβεί, μα ποιός αυτό θα κάνει ;
Ο ένας ρίχνει το νερό, ο άλλος τον ασβέστη
και ξεκινά το χτίσιμο της όμορφης γυναίκας.
«Αχ λυγερόκορμη γλυκιά, πρέπει να σε στοιχειώσω
Να 'ναι το γεφύρι στέρεο, μην πέφτουν οι διαβάτες».

Φωνάζει κλαίει η Λυγερή να την ελυπηθούνε
Όμως κανείς δε βοηθά να σώσει τη γυναίκα.
Αναστενάζει η Λυγερή και καταριέται μόνο,
Να 'ναι το γεφύρι χάλασμα, να πέφτουν οι διαβάτες
Ξάφνου θυμάται αδερφό πού 'χει πέρα στα ξένα
Κι αλλάζει την κατάρα της βαριά και πονεμένα.
«Να 'σαι γεφύρι στερεό και ασφαλές να είσαι
Μην τύχει και ' ρθει ο αδερφός και πέσει μες στο ρέμα».

Τη βλέπει ο πρωτομάστορας και καίγεται η καρδιά του,
το να θωρεί να χτίζεται στα βάθη η καλή του.
Δίνει ευθύς άλλη εντολή, να σταματήσουν όλοι,
να βγάλουνε τη Λυγερή να πάψει να στοιχειώνει.

Κλαίει χαρούμενη η Λυγερή και ευχαριστώ του λέει
που έβαλε την αγάπη τους πιο πάνω από τα χρέη.
«Άντρα μου πως το μπόρεσες εμένανε να χτίσεις,
που είμαι η γυναίκα σου και να με λησμονήσεις;».
«Συγχώρεσέ με Λυγερή δεν θα το ξανακάνω.
Και ' σεις πολίτες του χωριού, θα βρω μια άλλη λύση
γεφύρι να σας δώσουμε πριν ο χειμώνας κλείσει».

 

«Του γιοφυριού της Άρτας»

SKITSO
 

(Στέφανος Παπαστεφανάκης Γ6)

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι ν' εθεμέλιωναν στου Αράχθου το ποτάμι
και μια γυναίκα μοναχή μέσα στο σπιτικό της
εσκέφτονταν τον άντρα της, τον μάστορα τον πρώτο,
που μέρες βασανίζεται να χτίσει το γιοφύρι
ακόμη κι αν αυτό περνά του ανθρώπου τις δυνάμεις
κι η φύση του αντιστέκεται με κάθε μαγικό της
μα αυτός εκεί να κάθεται , να το ξαναστεριώνει
κι ας είναι για να μείνει ορθό για ένα βράδυ μόνο.

Αυτή ήτανε όμορφη κι αγαθή σα το αρνάκι
Όποιος την είχε για κυρά ,ζωή αρχόντου κάνει.
Κρίμα που είναι της γραφτό τη γέφυρα να χτίσει
Αλλά η μοίρα το 'θελε , το ριζικό της το 'χε
όπως κι δυο της αδελφές γέφυρες να στοιχειώνουν.
Κι αυτή το πεπρωμένο της , καλιά απ' όλους κατέχει
Καθώς οι δυο της αδερφές γενήκαν ένα πνεύμα
Και πήγανε στον ύπνο της ,μπήκανε στ' όνειρό της
Σημάδι της εδώκανε μήπως και την εσώσουν
Αφού επέθαναν κι οι δυο γιοφύρια να στεριώνουν
Μα το 'χε πάρει απόφαση ,σαν έρθει αυτή η ώρα
Εκείνη δε θα δείλιαζε ,μήτε και θα φοβόταν
Παρά γενναία και τολμηρά τη μοίρα θα δεχόταν
Και μέχρι να 'ρθει η μέρα αυτή , να πήγαινε στον Άδη
της ζωής το κάθε ώρα κι λεπτό και μέρα θα χαιρόταν

Κι ενώ το μυαλό της λυγερής ήταν γεμάτο σκέψεις
Κι έφτιαχνε και το φαγητό για τον εσύζυγο της
Που το απόγεμα θα του πήγαινε που θα 'ταν κουρασμένος,
κόρακας μαύρος σα το χάρο, μπήκε απ' το παραθύρι
Σα κόρακας δεν έκραζε, ούτε και τραγουδούσε
Μα με ανθρώπινη λαλιά της φέρνει τα μαντάτα
Μήνυμα είχε για αυτή από το σύντροφό της
«Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,

γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι».
Κι εκείνη πήγε τρέχοντας να δει τι θα γινόταν
Να τηνε κι εξανάφανεν από την άσπρη στράτα.
Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
«Γεια σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
μα τι έχει ο πρωτομάστορας κι είναι βαργωμισμένος;
? Το δαχτυλίδι τόπεσε στην πρώτη την καμάρα,
και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι νά 'βρει;
? Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά' σ' το φέρω,
εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά βρω»
είπε ενώ το γνώριζε το τι τη περιμένει
σα στη καμάρα κατεβεί δε θα τη ξανανέβει

Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε
Και τότε ενθυμήθηκε ,φωτιά είχε αναμμένη
Το φαγητό μαγείρευε και την είχε ξεχασμένη
Το σπίτι θα καιγότανε κι αυτή δε την εμέλει
Μα θα έμενε διχως σπιτικό μα και χωρίς γυναίκα
Πίκρα τεράστια θα 'τανε για τον μάστορα και καλό της
«Τράβα, καλέ μ', τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα,
τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα».
Ένας πιχάει* με το μυστρί*, κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας να ρίξει μέγα λίθο

αλλά για τύχη του κακή σκόνταψε σε μια πέτρα
και τότε βρέθηκε κι αυτός εις τη γυναίκα δίπλα
και εκείνη δε του μίλησε ,ούτε του 'χε θυμώσει
μα τον αγκάλιασε σφιχτά και ,και η γλυκιά φωνή της
του ψιθιράει στο αυτί το μυστικό που είχε
«Εγώ να ξέρεις ούτε θυμό, ούτε κακία νιώθω
Ότι κι αν γίνει σ' αγαπώ , και θα σε αγαπάω »
αυτός στα μάτια τη κοιτά και δάκρυα γεμίζει

Και μαθητές και μάστοροι κάθονται και κοιτάνε
Τι να κάμουν δε ξέρουνε ,και πώς να αντιδράσουν
Τότε ένα ψάρι απ' το νερό ξεπρόβαλε και λέει ,
«Αφού τους βλέπετε μωρέ κι είναι αγαπημένοι
Θάφτε τους και τους δυο μαζί να μη πάνε χαμένοι
Καθώς γεφύρι που από δυο ψυχές αν είναι στοιχειωμένο
Για δυο κατάρες ή δυο ευχές θα είναι στεριωμένο
πως έπεσε μέσα κι αυτός τυχαίο δε μπορεί να ναι
για κάποιο λόγο όλα γίνονται εις τον κόσμο ετούτο»
Ένας πιχάει με το μυστρί, κι άλλος με τον ασβέστη,
Και τότε ο πρωτομάστορας φωνάζει και τους λέει:
«καλιά 'ναι δυο στηρίγματα παρά ένα μοναχό του.