Ένα διαφορετικό τέλος της ''Πολεμικής Ιστορίας'' του Σαμαράκη

_Σχεδόν όλη η πόλη ήταν ερείπια. Στο σιδηροδρομικό σταθμό η μάχη είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της. Εκείνος, γέμιζε και έριχνε. Αυτό είχε μάθει τρία χρόνια: να γεμίζει και να ρίχνει. Και ξαφνικά, στη μέση της απόστασης που χώριζε τους δύο αντιπάλους, φάνηκε ένα μικρό αγόρι 7-8 χρόνων. Ο φαντάρος σύρθηκε έως το μέρος του, διακινδυνεύοντας τη ζωή του από τις σφαίρες, το άρπαξε και πήγαν σε ένα ισόγειο ενός μισογκρεμισμένου σπιτιού. Το κοίταζε και συλλογιζόταν συνεχώς: '' Έσωσα τη ζωή ενός παιδιού! ''
Μετά από λίγο, τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε, βρήκε το παιδί να παίζει τον πόλεμο πίσω από ένα μπαούλο. Το είδε να μεγαλώνει, να γίνεται 20 χρόνων και να παίζει τον αληθινό πόλεμο, τον πόλεμο που έπαιζε αυτός εδώ και τρία χρόνια. Ξάφνου, άκουσε φασαρία και φωνές. Όταν βγήκε να δει τι συνέβη, οι φαντάροι του είπαν ότι το τετράγωνο ήταν έτοιμο να ανατιναχτεί και πως υποχωρούσαν. Σκέφτηκε ξανά: '' 'Έσωσα τη ζωή ενός παιδιού! '' Δύο φαντάροι πέρασαν δίπλα του. Πήγε μαζί τους.
Καθώς έτρεχαν να σωθούν, εκείνος σκέφτηκε το παιδί. Δεν ήξερε τι να κάνει. Ήταν η δικιά του ζωή ή η ζωή του αγοριού. Μετά από λίγα λεπτά είπε στους δύο φαντάρους: '' Κρυφτείτε κάπου και προφυλαχτείτε! Πάω να πάρω το αγόρι και όταν φτάσουμε εδώ, σας παρακαλώ βοηθήστε να φύγουμε όλοι μαζί. '' Οι δύο φαντάροι κρύφτηκαν και εκείνος εξαφανίστηκε μέσα στις σφαίρες και τα γκρεμισμένα σπίτια.
Όταν έφτασε στο ισόγειο, βρήκε το παιδί κρυμμένο πίσω από το μπαούλο. Τα μάτια του έδειχναν τόσο τρομαγμένα, τόσο σκοτεινά. Μόλις πάει να το πλησιάσει για να φύγουν, μία βόμβα τρυπάει το τοίχο και ο φαντάρος πέφτει κάτω. Το αγόρι έμεινε σαστισμένο να τον κοιτάει. Πήγε κοντά του και είδε ότι είχε ένα σοβαρό τραύμα στο κεφάλι. Εκείνη την ώρα συνειδητοποίησε πως αυτός ο φαντάρος, κάτω στο πάτωμα, του είχε σώσει τη ζωή! Τον σήκωσε όπως μπορούσε. Ο φαντάρος ξύπνησε αλλά δεν είχε όλες του τις δυνάμεις. Και οι δύο μαζί, πολύ δύσκολα, κατάφεραν να φτάσουν στο σημείο όπου ήταν κρυμμένοι οι δύο άλλοι στρατιώτες. Μόλις τους είδαν, τους βοήθησαν και έφυγαν.
Όταν έφτασαν στο στρατόπεδο, η καρδιά του φαντάρου δεν άντεξε. Τα τελευταία του λόγια ήταν: '' Πάρτε την ταυτότητα μου και δώστε την στο παιδί. Μην το αφήσετε να πολεμήσει. Να ζήσει την ειρήνη και όχι τον πόλεμο. Είναι η ελπίδα για το αύριο, μην το αφήσετε.'' Οι στρατιώτες έδωσαν την ταυτότητα στο αγόρι και του μετέφεραν τα λόγια του φαντάρου. Το παιδί πλησίασε, τον αγκάλιασε και φόρεσε την ταυτότητα. Ένιωσε κάτι μέσα του, σαν μία ανάγκη να κλάψει. Ξάπλωσε δίπλα του, κουλούριασε μέσα στα χέρια του, έκλαψε και μετά αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε, βρισκόταν στο κρεβάτι του φαντάρου χωρίς τον φαντάρο δίπλα του. ''Πάει ο πόλεμος '', σκέφτηκε. Σηκώθηκε, φίλησε την ταυτότητα και έφυγε με τους άλλους στρατιώτες από το στρατόπεδο.

Κουναλάκη Ερικαίτη (Γ5)

 

eiriniΗ πόλη έχει σχεδόν ερειπωθεί. Η μάχη έχει φτάσει στο κορύφωμα της , οι σφαίρες πέφτουν η μια μετά την άλλη. Ανάμεσα στους αντίπαλους στέκεται ένα μικρό αγόρι γύρο στα 7-8. Για μια στιγμή οι πυροβολισμοί σταματούν. Όμως αυτό δεν κρατεί πολύ, μέσα σε λίγα λεπτά ξαναρχίζουν. Ένας φαντάρος συρόμενος φτάνει ως το παιδί , όμως για κακή του τύχη , τραυματίστηκε στο μπράτσο. Αρπάζει λοιπόν το παιδί και γυρνάνε πίσω . Κτυπημένος όπως είναι αποσύρεται από τη μάχη και μπαίνει σε ένα χάλασμα, αναζητώντας ασφαλές καταφύγιο γι' αυτόν και το παιδί.

Το παιδί είναι φοβισμένο και ο φαντάρος συλλογίζεται το μετάλλιο που ίσως θα έπαιρνε για αυτή του την πράξη? έλεγε ξανά και ξανά: "Έσωσα τη ζωή ενός παιδιού". Καθώς συλλογίζεται τη ζωή του δίχως τον πόλεμο...τον παίρνει ο ύπνος. Το παιδί παίζει τον πόλεμο πίσω από το μπαούλο, δεν έχει δει ότι ο φαντάρος έχει ξυπνήσει. Ξύπνιος όπως είναι οραματίζεται το παιδί να μεγαλώνει και να παίζει τον αληθινό πόλεμο. Τότε ακούει πολύ φασαρία έξω, βγαίνει να δει τι γίνεται και ένας ανθυπολοχαγός του φωνάζει ότι η περιοχή θα ανατιναχθεί και αυτός αρχίζει να τρέχει με το πλήθος...Τρέχει για πιο ασφαλές μέρος. Ακούγεται ο θόρυβος από ένα τανκς να φτάνει, και τρέχουν να κρυφτούν μέσα στου θάμνους. Οι πρώτες εκρήξεις αρχίζουν. Τότε κοιτάζει τρομαγμένα γύρω του και συνειδητοποιεί την απουσία του παιδιού. Χωρίς να πει λέξη παίρνει τον δρόμο της επιστροφής. 

Οι εκρήξεις είναι πιο έντονες .Φτάνει στο χάλασμα, μπαίνει μέσα? όμως το παιδί άφαντο. Για μια στιγμή επικρατεί ησυχία και τότε μια μικρή φωνή ακούγεται μέσα από το μπαούλο. Ο στρατιώτης πολύ γρήγορα ανοίγει το μπαούλο, βλέπει το παιδί κουλουριασμένο να κλαίει. Τα μάτια του φαντάρου γυαλίζουν από χαρά και ανακούφιση που βρήκε το παιδί , του παιδιού όμως τα μάτια είναι βουρκωμένα. Ο στρατιώτης το παίρνει αγκαλιά και αρχίζει να τρέχει προς το σημείο που έχουν κρυφτοί οι υπόλοιποι. Οι εκρήξεις γίνονται πιο συχνές? παντού ερείπια και φωτιές. Μια ρουκέτα πέφτει σχεδόν δίπλα τους. Ο φαντάρος τραυματίζεται και πέφτει κάτω. Βγάζει από τον λαιμό την στρατιωτική του ταυτότητα και του την δίνει. Εκείνο παίρνει την ταυτότητα και την περνάει στον λαιμό του μαζί με άλλη μια. Το παιδί αρχίζει να κλαίει και να του λέει:

-Όχι! μπορείς ,σήκω, εσύ μου έσωσες τη ζωή, σήκω μπορείς!
Προσπαθεί να τον τραβήξει, όμως είναι μάταιο. Ο φαντάρος με τις λίγες δυνάμεις που του έχουν απομείνει σέρνεται ως την άκρη του δρόμου. Περιμένει να σταματήσουν οι εκρήξεις, όμως θα τους βρει το σκοτάδι και έτσι έδειξε στο παιδί που περίπου είναι κρυμμένοι οι άλλοι στρατιώτες. Το αγοράκι τρέχει προς εκείνο το σημείο, όμως δε ξεκολλά τα μάτια του από τον φαντάρο.

Οι στρατιώτες ήταν εκεί. Με την προτροπή του παιδιού τρέχουν να βοηθήσουν τον συμπολεμιστή τους. Ο φαντάρος είχε εξαντληθεί άλλα για καλή τους τύχη εκείνη την ώρα πέρασε ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο και τους βοήθησε. Το παιδί δεν αφήσει στιγμή το χέρι του φαντάρου. Το αυτοκίνητο τους πήγε στο κοντινότερο στρατιωτικό ιατρείο. Εκεί οι γιατροί έκαναν ότι μπορούσαν, τα πράγματα ήταν δύσκολα, όμως η δύναμη ψυχής του στρατιώτη και η ελπίδα του μικρού παιδιού που δεν έφυγε λεπτό από το πλάι του τον έβγαλε νικητή από αυτή τη δύσκολη μάχη. Δυστυχώς ,ο στρατιώτης έχασε το ένα του χέρι όμως κέρδισε τη μάχη για τη ζωή.

Το μικρό αγοράκι πότε δεν αποχωρίστηκε τις δυο ταυτότητες. Τις είχε σαν φυλαχτό, ώσπου μια μέρα ,ο στρατιώτης βρήκε το θάρρος να ρωτήσει αυτή η δεύτερη ταυτότητα σε ποιον ανήκε. Το παιδί με δάκρυα στα μάτια είπε το ονοματεπώνυμο και τον αριθμό που έλεγε η ταυτότητα, επίσης του είπε:
-Είναι ο πατέρας μου! Φαντάρος σαν κι εσένα. Όλες αυτές τις μέρες περιμένω να τον δω κάπου στους διαδρόμους, όμως άφαντος. Δεν πιστεύω ότι έχει πάθει κάτι, είναι δυνατός!
Ο στρατιώτης πήρε την ταυτότητα στα χεριά του την ξαναδιάβασε , κατάλαβε ποιος ήταν ,πήρε το παιδί αγκαλιά και του είπε:
- Τον πατέρα σου τον ήξερα. Λίγο πριν σε σώσω είχε σκοτωθεί. Έλεγε ότι αν μπεις στη μάχη πρέπει να παλέψεις με όλες σου τις δυνάμεις ό,τι μάχη κι αν είναι αυτή. Από εδώ και πέρα θα είμαι εγώ εδώ για σένα! Θέλω να φανείς δυνατός. Ο πόλεμος θα τελειώσει σύντομα και η ζωή σε καιρό ειρήνης θα γίνει πολύ καλύτερη. Είσαι η καινούρια γενιά, η ελπίδα για μια καινούρια ζωή, που θα παλέψει για ένα καλύτερο μέλλον, θα είσαι ελεύθερος, θα μορφωθείς θα παίζεις χωρίς φόβο. Οι εμπειρίες σου από αυτόν τον πόλεμο θα βοηθήσουν να επικρατήσει η ειρήνη, η δημοκρατία, η ανάπτυξη, ο πολιτισμός, η αξιοπρέπεια και ο σεβασμός.

Έχω ζήσει τις ολέθριες επιπτώσεις του πόλεμου που είναι ο φόβος, η ανησυχία και η ανασφάλεια για το τι θα συμβεί την επόμενη μέρα, το επόμενο λεπτό. Επίσης φόβος για την απώλεια της ανθρώπινης ζωής, για τους συγγενείς που μπορεί να είναι στον πόλεμο ή για αυτούς που ψάχνουν ένα καταφύγιο για να σωθούν. Τώρα όμως ο πόλεμος κοντεύει να τελειώσει και θα ξανάρθει η ειρήνη και η ελπίδα για το αύριο, γιατί εσύ είσαι το αύριο και η ελπίδα

Πέρασε ο καιρός, ο πόλεμος τελείωσε το αγοράκι γύρισε στη μητέρα του με τον φαντάρο να κάνει συχνές επισκέψεις. Και αυτό που ονειρευόταν ο στρατιώτης έγινε πραγματικότητα πήρε παράσημο ανδρείας από τον αξιωματικό του, γιατί έσωσε τη ζωή ενός παιδιού, και όχι μόνο!

Μαριάτζελα Κατσουλάκη (Γ5)

557669_520426414652855_1551730100_n

ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΟΠΩΣ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ

Ήταν ένας στρατιώτης όπως όλους τους άλλους. Γέμιζε το όπλο του, στόχευε και πατούσε τη σκανδάλη. Έκανε αυτή την κίνηση μηχανικά, εδώ και δυο χρόνια. Δεν καταλάβαινε πώς περνούσε ο καιρός ούτε είχε χρόνο να το σκεφτεί. Ήταν το καθήκον του ούτως ή άλλως να πολεμήσει και δεν μπορούσε να το αποτρέψει. Μέσα στο ξέσπασμα της μάχης μεταξύ των δύο αντιπάλων ένα παιδί κατευθύνθηκε προς το τοίχο. Ο στρατιώτης γέμισε, στόχευσε αλλά δεν πυροβόλησε. Αντιθέτως άφησε το όπλο του, αγνόησε κάθε κίνδυνο και έτρεξε να σώσει το παιδί. Ήταν θαύμα που δεν τραυματίστηκε κάνεις από τους δύο.
Ο στρατιώτης με το παιδί στην αγκαλιά του μεταφέρθηκαν σε ένα ασφαλές μέρος. Εκεί ήταν και η τελευταία εικόνα πολέμου που αντίκρισε? το παιδί να κρατάει ένα πόδι μιας σπασμένης καρέκλας και να παίζει πόλεμο. Aυτή η εικόνα του έφερε σκέψεις. Άν και είχε αφαιρέσει τόσες ζωές ανθρώπων, με το να σώσει αυτό το παιδί ένιωθε σαν να είχε επανορθώσει. Όμως πώς θα κατέληγε το παιδί; Θα καταντούσε και αυτό ένα εργαλείο του πολέμου. Το πλησίασε, το έπιασε άπο τον ώμο και του είπε «μακάρι ο πόλεμος να ήταν μόνο ένα παιχνίδι». Το παιδί τον αγριοκοίταξε με βασανισμένο βλέμμα και του απάντησε «μα ο πόλεμος είναι παιχνίδι. Το ίδιο παιχνίδι που παίζω εγώ τώρα το παίζετε με τις ζωές των ανθρώπων». Πόσο δίκιο είχε.
Ύστερα από λίγα λεπτά σιγής, ένας συμπατριώτης τους, λαχανιασμένος, μπήκε μέσα στο δωμάτιο για να τους ανακοινώσει ότι θα γίνει βομβαρδισμός στην περιοχή. Ο στρατιώτης χωρίς δεύτερη σκέψη άρπαξε το παιδί απο το χέρι και κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες. Έξω χαμός. Άκολούθησαν το πανικόβλητο πλήθος. Μέσα στη βιασύνη του, σκόνταψε και το πόδι του καρφώθηκε σε μια σιδερένια βέργα στα χαλάσματα. Δεν μπορούσε να συνεχίσει. Το πλήθος άρχισε σιγά σιγά να αραιώνει, όμως το παιδί βρισκόταν ακόμα απέναντι του και τον κοιτούσε. «Σ' ευχαριστώ που μου 'σωσες τη ζωή», είπε και τον αγκάλιασε σφιχτά. Το παιδί δεν έφυγε από δίπλα του. Ο στρατιώτης δεν άντεξε και φώναξε «Εκμεταλλεύσου το γεγονός ότι είσαι ακόμα ζωντανός. Τρέχα λοιπόν. Ζήσε και κάνε ότι δεν πρόλαβα εγώ και ποτέ δεν ξέρεις, ίσως μια μέρα να ξανασυναντηθούμε». Ο αυστηρός του τόνος τρόμαξε το παιδί όμως κατάφερε να το διώξει. Ο στρατιώτης τώρα πια μόνος του άρχισε να κλαίει. Έκλαιγε όχι γιατί πλησίαζε το τέλος του αλλά για την συγκίνηση που του είχε προκαλέσει εκείνο το παιδί.
Η αιμοραγία του χειροτέρευε και άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του. Γυρίζοντας το κεφάλι του δεξιά, αντίκρησε ένα νέο, στρατιώτης μάλλον και αυτός, να κάθεται στα συντρίμια και να κοιτάει με μελαγχολικό βλέμμα τον ουρανό. «Δεν έχεις ενημερωθεί για τον βομβαρδισμό; Φύγε όσο μπορείς ακόμα.» Ο νέος χωρίς να γυρίσει το βλέμμα του, είπε, «Γιατί να φύγω. Ο μόνος τρόπος για να δραπετεύσω από αυτή την μιζέρια είναι να περιμένω εδώ. Το είδα, κατάφερες να σώσεις το παιδί, αλλά εμένα δεν μπορείς να με πείσεις να συνεχίσω να ζω σε αυτήν την κόλαση.»
Τώρα και οι δύο στρατιώτες κοιτούσαν με απορία τον συννεφιασμένο ουρανό, λες και τον έβλεπαν για πρώτη φορά. Ο τραυματισμένος στρατιώτης αναρωτήθηκε αν θα τα παρατούσε όπως εκείνος ο νέος στην περίπτωση που δεν είχε τραυματιστεί. Όχι, δεν θα το έκανε. Γιατί σε αντίθεση με το νέο είχε βρει την ελπίδα. Εκείνο το παιδί, τον είχε μετατρέψει σε άλλον άνθρωπο. Από δολοφόνο σε ήρωα. Άν και δεν μπόρεσε να μείνει στο πλάι του παιδιού έφευγε από αυτό τον κόσμο με ένα αίσθημα ικανοποίησης. Είχε εκπληρώσει το καθήκον του ως στρατιώτης για δύο χρόνια αλλά και ως «πατέρας» έστω για μια στιγμή.
Άρχισε να βρέχει. Τα τελευταία λόγια που άκουσε ήταν το νέο να ψυθιρίζει το όνομα της αγαπημένης του ενώ σήκωνε το χέρι του προς τον ουρανό λες και προσπάθουσε κάτι να φτάσει. Ο στρατιώτης έκλεισε τα μάτια του. Συνέχιζε να βρέχει, όμως τα σύννεφα αντικαταστάθηκαν με πολεμικά αεροπλάνα και οι σταγόνες νερού με εκατοντάδες βόμβες .

 ΜΥΡΤΩ ΓΚΟΛΕΜΗ

ΤΜΗΜΑ Γ1

peristeri  Μια πολεμική ιστορία

   Γίνεται πόλεμος. Οι σφαίρες πέφτουν βροχή. Ένας φαντάρος τρέχει, αρπάζει το παιδί στην αγκαλιά του και το κρύβει σε ένα κατεστραμμένοσπίτι.     Καθώς το έσωζε μια σφαίρα του έσκισε τον ώμο και χρειαζόταν ξεκούραση.
Ο φαντάρος κοιμήθηκε με το παιδί στην αγκαλιά του όλη την νύχτα και το πρωί που ξύπνησε το είδε να παίζει ένα περίεργο παιχνίδι. Κρατούσε στα χέρια του ένα κομμάτι ξύλο από μια καρέκλα και το χρησιμοποιούσε ως τουφέκι. Έπαιζε τον πόλεμο. Ο φαντάρος φαντάστηκε το παιδί μεγάλο να πολεμάει για την ζωή του στο πεδίο της μάχης και ξανασκέφτηκε την απόφαση του να το σώσει. Βγαίνει έξω και ακούει τους άλλους στρατιώτες να φωνάζουν ότι το μέρος όπου έπαιζε το παιδί θα ανατιναζόταν. Καθώς συμβαίνει αυτό, πέφτει στα πόδια του φαντάρου ένα λαβωμένο περιστέρι. Λαβωμένο από κάποια σφαίρα. Τότε ο φαντάρος σκέφτηκε το παιδί. Ένα λαβωμένο περιστέρι ήταν και αυτό, μπορεί να μην είχε πληγές στο σώμα αλλά είχε πληγές στην ψυχή. "Έπρεπε να σωθεί" σκέφτηκε. Ξαναμπήκε μέσα κρατώντας το περιστέρι στην αγκαλιά του. Βρήκε το παιδί να παίζει τον πόλεμο. "Άφησε το" του είπε "κι έλα κοντά μου. Έλα να δεις τι σου έφερα"."Ένα περιστέρι" είπε το παιδί."Πρόσεχε είναι χτυπημένο, θέλεις να το βοηθήσεις;" Πήρε το παιδί από το χέρι και πήγαν να βρουν το κουτί πρώτων βοηθειών. Χρησιμοποίησαν ότι βρήκαν και του έδεσαν το φτερό που είχε πληγωθεί. Το παιδί του έδωσε λίγο παξιμάδι που είχε μείνει στην τσέπη του. Ο φαντάρος ήταν χαρούμενος.
Όλη αυτή η ιστορία έμοιαζε σαν φως στο σκοτάδι του πολέμου. Τις επόμενες μέρες το παιδί δεν έπαιξε ξανά τον πόλεμο αλλά φρόντιζε συνεχώς το περιστέρι και τα κατάφερε. Το περιστέρι έγινε καλά αλλά δεν έπαψε να αναζητά την ελευθερία του. Έτσι ο μικρός αποφάσισε να το αφήσει ελεύθερο. Το παιδί κατάλαβε ότι το περιστέρι μπορεί να είναι ευτυχισμένο μόνο ελεύθερο. Κι ελεύθερος είναι κανείς μόνο στην ειρήνη.

Κοντογιάννη Κατερίνα

Τμήμα Γ5