Αφιέρωμα στην ελληνική πολιτική γελοιογραφία

Ελληνική πολιτική γελοιογραφία

Η ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΑ υπήρξε πάντα εικονοκλαστική, ανατρεπτική, βαθιά πολιτική. Στην Ευρώπη εξελίσσεται παράλληλα -και εν πολλοίς εξ αιτίας αυτού- με τις τεχνικές βελτιώσεις της χαλκογραφίας, την εξάπλωση της λιθογραφίας ή της φωτοτσιγκογραφίας η οποία περνά το 1890 στον ημερήσιο Τύπο. Μ? άλλα λόγια η γελοιογραφία, όπως τη γνωρίζουμε και τη χαιρόμαστε σήμερα, θεσμοποιείται στην εποχή της τεχνικής αναπαραγωγής της εικόνας και συνδέεται άμεσα με την εξάπλωση αυτού του «δημοκρατικού αγαθού». Στην Ελλάδα ακολουθεί τη μοίρα των λοιπών τεχνών της εικόνας στηριζόμενη σε δάνεια φώτα, εισαγωγές -ο Πηγαδιώτης, εκδότης του γελοιογραφικού «Νέου Αριστοφάνη» (1871) έστελνε τα σκίτσα του στην Μπολώνια για να λιθογραφηθούν από τον πολύ Αουγκούστο Γκρόσσι- και ασκείται είτε από εμπειρικούς χαράκτες, είτε από σπουδασμένους στην Εσπερία δημιουργούς όπως είναι ο Θέμος Άννινος εκδότης του «Ασμοδαίου» (1875-85), έντυπο που αργότερα θα εξελιχθεί στην πολιτική εφημερίδα «Άστυ» και θα ζήσει παράλληλα με τον «Ρωμηό» του Γ. Σουρή (1883-1918).
Στη Γαλλία ήδη από το 1860 ο Ντωμιέ θα ξεκαθαρίσει τις σχέσεις γελοιογραφίας, εικονογράφησης και ζωγραφικής, ενώ το δημοφιλέστατο γελοιογραφικό - σατιρικό περιοδικό Punch κυκλοφορεί συγχρόνως στο Λονδίνο, το Μόναχο και την Κοπεγχάγη. Η Ευρώπη των αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών της βιομηχανικής επανάστασης, των κοινωνικών συγκρούσεων και των εθνικών πολέμων, διχάζεται από αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, αλλά ενώνεται μέσα απ? το γέλιο.
Θα ονόμαζα πρώτη γελοιογραφία του νεοελληνικού κράτους μια ζωγραφιά που φιλοτέχνησαν ο Δημήτριος Ζωγράφος και ο στρατηγός Μακρυγιάννης και τη συμπεριέλαβαν στην εικονογραφία του Αγώνα.
Πρόκειται για τον Αντιβασιλέα Άρμανσπεργκ ο οποίος αφαιρεί από την κόρη - Ελλάδα την καρδιά της. Το ύφος είναι άκρως σατιρικό, η εικόνα αλληγορική και το αποτέλεσμα δραματικά γελοιογραφικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μακρυγιάννης κατέστρεψε το έργο γιατί φοβήθηκε την εκδίκηση του Άρμανσπεργκ.
Στην Κέρκυρα η γελοιογραφία νομιμοποιείται μόλις το 1843 με το σατιρικό ιταλόφωνο περιοδικό «Il Sacco d? Essopo». Ο Αθανάσιος Ιατρίδης (1799-1866) στα λιθογραφικά του σχέδια συνδυάζει το κοινωνιολογικό και το σατιρικό στοιχείο. Σε μια μελανογραφία του εικονίζεται μια γυναίκα που οι χωροφύλακες του Όθωνα την τιμωρούν βάζοντας κάτω απ? τη φούστα της μια γάτα. Η λεζάντα είναι ενδεικτική: «Συνταγματική Εφαρμογή του Νόμου ευδοκία Όθωνος». Τη σκυτάλη αναλαμβάνει ο Στέφανος Ξένος (1821-1893), ζάπλουτος ομογενής, φανατικός αντιοθωνιστής. Eπίσης, είναι εκείνος ο οποίος μεταφέρει την αισθητική του Punch στην Αθήνα. Ως εκδότης του «Βρεταννικού Αστέρος» από το 1860 ως το 1863, επηρεάζει από το Λονδίνο τις πολιτικές και αισθητικές αντιλήψεις στην Ελλάδα αφού δημοσιεύσει εξαιρετικές ξυλογραφίες και γελοιογραφίες κλασικίζουσας -αλλά πολύ αιχμηρής- αντίληψης.
Ο «Β. Α.» επανεκδόθηκε το 1891 στην Αθήνα απ? τον ίδιο τον Στέφανο Ξένο, συγγραφέα του μυθιστορήματος «Η Ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως». Τις πρώτες λαϊκές γελοιογραφίες σε ξυλοτυπία τις έχουμε από το 1849 με το περιοδικό «Τράκα - Τρούκα». Η μεταφορά της εικόνας από το ξύλο στον χαλκό σήμανε μια ολόκληρη αισθητική κοσμογονία. Την «Τράκα - Τρούκα» εξέδιδε ο Νικόλαος Μπίλλερ με ξυλογραφίες αγνώστων. Ο Μπίλλερ πρέπει να δημοσίευσε γελοιογραφίες (του) στο περιοδικό «Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ» (1867-76) που εξέδιδε ο Γ.Φ. Βουργέντης. Στο περιοδικό «Μη Χάνεσαι» του Βλάση Γαβριηλίδη (1880) και στην «Ακρόπολί» του (1883) εντοπίζουμε σκίτσα του μεγάλου Δημήτρη Γαλάνη. Το 1886 ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης ζωγραφίζεται έγχρωμα ως γάιδαρος στον «Νέο Αριστοφάνη» σε σχέδιο του Π. Πηγαδιώτη και λιθογραφική εκτέλεση του Γκρόσσι.
Γενικά η ακμή της ελληνικής γελοιογραφίας εντοπίζεται στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα και προσωποποιείται μέσα από την εργασία των Θέμου Άννινου, Δημήτρη Γαλάνη και του δημοσιογράφου Βλάση Γαβριηλίδη. Ο Γαλάνης το 1895, μόλις 16 ετών, έπαιρνε μισθό από την «Ακρόπολι» για τις γελοιογραφίες του. Το 1899 βραβεύεται από την παριζιάνικη εφημερίδα «Le Journal» για σκίτσο του με θέμα τον Κατακλυσμό του Νώε. Tο 1900-2 σπουδάζει στην Ecole des Beaux Arts του Παρισιού και εγκαινιάζει τη μεγάλη καριέρα του ως ζωγράφος και χαράκτης. Θα συνεργαστεί με τα περιοδικά Frou-Frou, Le Sourire, L? Assiette au Beurre, Simplicissimus κ.ά. Ο Θεμιστοκλής (Θέμος) Άννινος (1843-1916) με την κομψότητα της γραμμής του και την πληρότητα της σχεδίου του είναι αναμφίβολα ο πατέρας της ελληνικής γελοιογραφίας. Μετά απ? αυτόν, τη σκυτάλη θα πάρουν οι Κωνσταντινουπολίτες Γκέιβελης, Φώκος Δημητριάδης και Μποστ. Αλλ? αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Βιβλιογραφία

  • Δημ. Σαπρανίδη: Ιστορία της Πολιτικής Γελοιογραφίας στην Ελλάδα. Eκδ. Παπαζήση - Κοραή 1975.
  • Θ. Βελλιανίτη - Π. Νιρβάνα: Θέμος Άννινος, εκδ. Ελευθερουδάκη Αθήνα 1994
  • Μάνου Στεφανίδη: Θέμος Άννινος
  • Επετηρίς Ηλειακών Μελετών,
  • Επιμελητής: Κωνσταντίνος Ηλιόπουλος, Αθήνα 1985.

H ΠΟΛΙΤΙΚΗ Γελοιογραφία, αφού έκανε την εμφάνισή της στην Ευρώπη το 1830, κατόρθωσε σε σύντομο χρονικό διάστημα να διαμορφώσει τη θέση και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Παράλληλα, πραγματοποιούσε την πολιτικοκοινωνική επανάστασή της με άξιους εκφραστές, όπως τον Ντωμιέ, στη συνέχεια τον Φιλιπόν, και ακολούθως τους Φοραίν, Βιλέτ και Καραντ? Ας, με αποτέλεσμα το Παρίσι να χαρακτηριστεί «Ομφαλός της Παγκόσμιας Γελοιογραφίας» ανδρώνοντας γενιές γελοιογράφων και δημιουργώντας Σχολή στο είδος. Όπως πολλές νέες επαναστατικές ιδέες και τρόποι έκφρασης, που ήταν συνυφασμένοι με το γενικότερο πνεύμα φιλελευθερισμού που επικρατούσε την εποχή εκείνη, έτσι και η Πολιτική Γελοιογραφία -που υποστήριζε την ελευθερία στην έντυπη έκφραση, δηλαδή την ελευθεροτυπία- μεταλαμπαδεύτηκε από την Ευρώπη στην τότε πρόσφατα απελευθερωμένη Ελλάδα μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού. Έχοντας μεγάλη απήχηση στον ελληνικό λαό -δεδομένου ότι στον Έλληνα ανέκαθεν άρεσε η σάτιρα και το σκώμμα- η Πολιτική Γελοιογραφία διέδιδε άμεσα τα μηνύματά της «μπολιάζοντας» στον κοινό νου τη νέα ταξική συνείδηση που δεν ήταν φάση χονδροειδούς και χονδροκομμένου χωρατού, για να φτάσει τελικά στην έκφραση του λεπτού αστείου, που έχει μείνει γνωστό και ως «αττικόν μέθυ» ή «αττικόν άλας». Η Πολιτική Γελοιογραφία έχει ήδη συμπληρώσει 160 χρόνια δημιουργικής παρουσίας στην Ελλάδα δημιουργώντας τη δική της σχολή στο είδος και αποκτώντας ένα διαρκώς ανανεούμενο με νέα ταλέντα φυτώριο γελοιογράφων.
Η Πολιτική Γελοιογραφία στην Ελλάδα, παρά την τεράστια απήχησή της ως έκφραση, μόλις στο τέλος του 20ού αιώνα, αρχίζει να αναγνωρίζεται από το ευρύ κοινό για την καλλιτεχνική, την πνευματική και γενικότερα την πολιτιστική της αξία. Προς τα τέλη του αιώνα, είχαν προηγηθεί πολυτελείς εκδόσεις - λευκώματα για τη ζωή και το έργο ορισμένων Ελλήνων γελοιογράφων που αφήσαν εποχή, όπως π.χ. ο Φώκος Δημητριάδης, ο Πολενάκης, ο Κουμετάκης και ο Μποστ.

Ο Μακρυγιάννης...

Ως κοινωνικό φαινόμενο, η Πολιτική Γελοιογραφία γνώρισε την εξέλιξη και την αποδοχή. Ο λόγος πολύ απλός? οι ανάγκες που σπαργάνωσαν τη Γελοιογραφία -αυτό το «ευέλικτο υβρίδιο που γέννησε η διασταύρωση της εικόνας με τη σάτιρα»- δεν ήταν άλλες, από αυτές που ωθούν τον άνθρωπο να βλέπει τα πράγματα όχι όπως είναι, αλλά όπως θα ήθελε να είναι. Ο οραματισμός μιας ανθρώπινης κοινωνίας ευνομούμενης και τέλεια οργανωμένης, όπου τα πάντα λειτουργούν για το συμφέρον του όλου. Αυτή είναι η αρχή και το τέλος της Γελοιογραφίας. Ο σκοπός για τον οποίο δημιουργήθηκε και τον οποίο υπηρετεί με όπλα της το χιούμορ, τον σαρκασμό και το -τόσο δημοφιλές στην Ελλάδα- σκώμμα. Όπλα που αποβλέπουν στην πρόκληση του γέλιου, που θα ηχήσει τρανταχτό και χωρις ίχνος ευμένειας, σε όλο τον κοινωνικό περίγυρο, ταλανίζοντας με τον απόηχό του τον κρινόμενο. Μια λειτουργία που στόχο της έχει τη διόρθωση και μέσω αυτής, την κοινωνική επανένταξη του ατόμου.
Και όπως καθετί ανθρώπινο, έτσι και η κοινωνία, όσο εξελίσσεται και τελειοποιείται, τόσο πιο απαιτητική γίνεται από τα μέλη της. Ο άνθρωπος - κοινωνός ανθρώπων οφείλει να είναι ευέλικτος και να προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες και καταστάσεις, στις οποίες η κοινωνία τον εντάσσει ή τον κατευθύνει. Διαφορετικά, θα δεχτεί την κριτική των συνανθρώπων του, η οποία, ανεξαρτήτως κινήτρων, εκπορεύεται από την ανάγκη επαναφοράς στην τάξη, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ομαλότητα στις κοινωνικές εξελίξεις. Το γέλιο είναι μια λειτουργία άσκησης κοινωνικής κριτικής, που αποσκοπεί να εκφοβίσει ταπεινώνοντας. Στην «προκλητικότητα» του ατόμου ή κάποιου επιμέρους συνόλου, που δεν «συμμορφώνεται προς τας υποδείξεις» και παρουσιάζει ελαττώματα, απαντά με προκλητικότητα. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Γάλλος φιλόσοφος Ανρί Μπεργκσόν στη μελέτη του για το γέλιο, «το γέλιο τιμωρεί ορισμένα ελαττώματα, όπως περίπου η αρρώστια τιμωρεί ορισμένες υπερβολές».
Ως χρήσιμη κριτική λειτουργία, το γέλιο πετυχαίνει τον σκοπό του μόνο όταν είναι αποφορτισμένο από το αίσθημα της συμπάθειας και της καλοσύνης. Το άτομο που γίνεται το αντικείμενό του, καλείται ευθύς να πάρει συγκεκριμένη θέση σχετικά με το επίμαχο σημείο στην προσωπικότητα ή τη συμπεριφορά του, που προκάλεσε το γέλιο. Στην προσπάθειά του αυτή θα οδηγηθεί στο περίφημο «γνώθι σ? αυτόν» κι αν έχει τα ψυχικά αποθέματα μπορεί να φτάσει και στην αντίπερα όχθη, αυτή του αυτοσαρκασμού, προκειμένου να διασκεδάσει την όποια αμφιβολία ή παρεξήγηση δημιουργήθηκε περί το άτομό του. Βασική βέβαια προϋπόθεση αποτελεί το γεγονός, το γέλιο που προκλήθηκε να ήταν πράξη στοχασμού. Μόνο τότε θα ελαχιστοποιούνταν οι πιθανότητες το γέλιο να δημιουργεί τη δυσφορία της επίπληξης σε άτομα που δεν θα έπρεπε να την υποστούν. Όμως το γέλιο -στη γνήσια μορφή του- είναι κάτι αυθόρμητο. Αποτελεί εσωτερικό μηχανισμό του ανθρώπου και ίδιο χαρακτηριστικό του, διαφοροποιώντας τον από τα ζώα. Το γέλιο είναι μια εσωτερική ορμή του ανθρώπου και μάλιστα, τόσο δυνατή, ώστε να γίνει συνήθεια που χαρακτηρίζει την κοινωνική ζωή.
Ως τέτοια συνήθεια, το γέλιο καλλιεργείται, όσο η κοινωνία εξελίσσεται και αποτελεί στάθμη του πνευματικού επιπέδου των ανθρώπων που την αποτελούν. Κατά την εξέλιξη αυτή, δημιουργούνται τρόποι και μέθοδοι πρόκλησης του γέλιου, όπως τα ανέκδοτα, οι θεατρικοί διάλογοι της κωμωδίας, τα σκωπτικά τραγούδια, ο σατιρικός λόγος κ.λπ. Σε αυτά τα είδη καλλιτεχνικής έκφρασης, που χαρακτηρίζονται από τεχνικές πρόκλησης του γέλιου, ήρθε να προστεθεί η γελοιογραφία, που, όπως ήδη αναφέρθηκε, συνδυάζει την εικόνα με τη σάτιρα. Η γελοιογραφία είναι αναμφισβήτητα μια μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης, η οποία στην πιο εκλεπτυσμένη και αριστοτεχνικά δοσμένη μορφή της αγγίζει τα όρια της τέχνης, και ως τέτοια θα την προσεγγίσουμε στη μελέτη αυτή.

Η Γραφή του Γελοίου

Πριν γίνει λόγος για οτιδήποτε άλλο σχετικό με την Ελληνική Πολιτική Γελοιογραφία, πρέπει να αναλύσουμε την εξεταζόμενη έννοια ως προς τη λεκτική της ετυμολογία, η οποία μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί σαν πυξίδα προσανατολισμού στις μετέπειτα εννοιολογικές αναζητήσεις μας. Η λέξη Γελοιογραφία αποτελεί συνδυασμό των λέξεων γελοίος και γραφή. Γελοιογραφία, λοιπόν, είναι η γραφή του γελοίου. Όταν λέμε γραφή, εννοούμε όλους τους κανόνες και τις τεχνικές, αλλά κυρίως την τέχνη που πηγάζει από το ταλέντο τού να κωδικοποιεί και να καταγράφει κανείς με τρόπο δημιουργικό τα μηνύματα που αντλεί από τη φύση, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση σχετίζονται με την έννοια του γελοίου.
Η γελοιογραφία, εστιάζοντας στο στοιχείο εκείνο που κάνει το άτομο να φαίνεται γελοίο ή που το «απογυμνώνει» φανερώνοντας το γελοίο της προσωπικότητάς του, αποτελεί στην ουσία της έναν τρόπο παραγωγής κωμικού αποτελέσματος, όπως είναι για παράδειγμα η γελωτοποιία, η μεταμφίεση, η παρωδία και η διακωμώδηση. Οι δύο τελευταίες μάλιστα, όπως και η γελοιογραφία, είναι διαδικασίες υποβιβασμού, που χρησιμοποιούν τον μηχανισμό της κωμικής απόλαυσης, διαφέροντας όμως στον τρόπο. Η μεν παρωδία και η διακωμώδηση πετυχαίνουν τον υποβιβασμό είτε καταστρέφοντας την ενότητα στη νοητή εικόνα (image) που έχουμε σχηματίσει για κάποιους ανθρώπους ή που οι ίδιοι μας επιβάλανε, είτε αντικαθιστώντας ανώτερα προσόντα με κατώτερα. Στη γελοιογραφία, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο υποβιβασμός πραγματοποιείται είτε με την έμφαση σε ένα στοιχείο, το οποίο είναι κωμικό καθ? εαυτό, αλλά δεν είναι εμφανές στο σύνολο της εικόνας, είτε με την αδίστακτη θα λέγαμε μεγαλοποίηση ενός άλλου, το οποίο δεν είναι στην ουσία του κωμικό, αλλά γίνεται.
Το κωμικό γεννά το γέλιο μέσα σε ένα περιβάλλον συγκινησιακής αδιαφορίας και το γέλιο, με τη σειρά του, πολλαπλασιάζεται μέσα στο περιβάλλον αυτό. Συνοψίζοντας, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι γελοιογραφία είναι μια διαδικασία υποβιβασμού, που καταγράφει το γελοίο, δίνοντας έμφαση σε ένα κωμικό χαρακτηριστικό ή μεγαλοποιώντας κάποιο το οποίο δεν είναι κωμικό καθ? εαυτό, αλλά μετατρέπεται σε τέτοιο κάτω από το γελοιογραφικό πρίσμα. Η γελοιογραφία ντύνεται κατάσαρκα το κωμικό, επιδεικνύοντάς το σε κάθε ευκαιρία, με στόχο την πρόκληση του γέλιου. Κι αν σάρκα της γελοιογραφίας είναι το κωμικό, το χιούμορ? είναι η ψυχή της, η ουσία με την οποία επιτυγχάνεται ο σαρκασμός. Το χιούμορ δίνει πνοή στη γελοιογραφία, αποτελώντας τον καθοριστικό παράγοντα για την επιτυχή διάδοσή της. Δανειζόμενοι τα λόγια του σπουδαίου ψυχολόγου Σίγκμουντ Φρόιντ, το χιούμορ που αναβλύζει από τη γελοιογραφία «επιδρά σχεδόν όπως ένα γεγονός παγκοσμίου σημασίας. Περνάει από τον ένα στον άλλον, όπως η είδηση μιας μεγάλης νίκης»².

Ελληνική Γελοιογραφία

Στην προσπάθειά μας να περιγράψουμε και να ορίσουμε, κατά κάποιον τρόπο, την έννοια της Γελοιογραφίας, την αναλύσαμε ετυμολογικά και καταπιαστήκαμε με έννοιες που εμπεριέχονται σε αυτήν ή σχετίζονται με αυτήν, όπως την έννοια της γραφής του γελοίου, του κωμικού, του χιούμορ. Οι αναφορές αυτές έπρεπε να γίνουν προκειμένου να εμβαθύνουμε σε πιο εξειδικευμένα πεδία της γελοιογραφίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η υπό μελέτη έννοια δεν είναι γενικά η Γελοιογραφία, αλλά η Ελληνική Πολιτική Γελοιογραφία. Με τον όρο ελληνική, συγκεκριμενοποιούμε την ευρύτερη έννοια του όρου γελοιογραφία, καθορίζοντας το πεδίο μελέτης μας. Μας απασχολεί δηλαδή η εγχώρια παραγωγή πολιτικών γελοιογραφιών3 και οι δημιουργοί τους, όπως επίσης και τα έντυπα στα οποία δημοσιεύτηκαν αυτές οι πολιτικές γελοιογραφίες. Ήδη έχουμε κάνει ένα πολύ σημαντικό βήμα στο πεδίο αυτό, αφιερώνοντας ένα ολόκληρο κεφάλαιο στην πρώτη ελληνική πολιτική γελοιογραφία και το περιβάλλον στο οποίο γεννήθηκε4.
Ένας ακόμη όρος που προσδιορίζει το είδος της γελοιογραφίας που μελετούμε είναι αυτός της πολιτικής. Με τον όρο Πολιτική Γελοιογραφία εννοούμε τη γελοιογραφία που έχει ως αντικείμενό της την εμφατική ή μεγαλοποιημένη παρουσίαση στους πολίτες -αναγνώστες εφημερίδων-, κωμικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν τις πράξεις ή τις προσωπικότητες των πολιτικών προσώπων. Από το στόχαστρο της Πολιτικής Γελοιογραφίας δεν ξεφεύγουν βέβαια και έννοιες όπως αυτή της πολιτικής ζωής ή της ίδιας της πολιτικής, όπου καυτηριάζεται ο τρόπος με τον οποίο βιώνουν οι άνθρωποι την πολιτική ως εξέλιξη, πρακτική και κυρίως ως τρόπο ζωής. Η Πολιτική Γελοιογραφία αποτελεί έναν ιδιαίτερο τρόπο σχολιασμού της πολιτικής, ιδιαιτέρως προσφιλή σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός, ότι οι αναγνώστες των εφημερίδων μετά την ανάγνωση του κεντρικού τίτλου σπεύδουν να ενημερωθούν για την πολιτική επικαιρότητα -και όχι μόνο- μέσα από το μοναδιαίο γελοιογραφικό καρέ.
Η Πολιτική Γελοιογραφία αποτελεί γελοιογραφικό είδος, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την ενασχόληση μαζί της άσκοπο σχολαστικισμό. Τουναντίον, η Πολιτική Γελοιογραφία περικλείει την ουσία της γελοιογραφίας, μιας και επιτελεί τον σκοπό της -που δεν είναι άλλος, από τη σάτιρα όσων κατέχουν εξουσία- έχοντας ως στόχο των σκωπτικών βολών της την «αφρόκρεμα» των εξουσιαστών? τους ανθρώπους που κατέχουν την πολιτική εξουσία της χώρας. Αν αναλογιστούμε δε, την άμεση -και αμφίδρομη πολλές φορές- σχέση που έχει η πολιτική με έννοιες όπως η θρησκεία, ο πολιτισμός, η παιδεία, η εθνική άμυνα, ο αθλητισμός κ.λπ., γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το πεδίο χιουμοριστικών βολών της Πολιτικής Γελοιογραφίας είναι ιδιαιτέρως ευρύ. Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφέρουμε το σχόλιο του κ. Γήση Παπαγεωργίου, που αναφέρει5: «Όταν συγκέντρωσα το υλικό γι? αυτό το ανθολόγιο, έπιασα να μετρήσω το χαρτί που χρειαζότανε για να βγει βιβλίο. Στις 2.568 έφτασα κι οι μισοί ?μέναν απ? έξω. Μάζεψε από ?δω, μάζεψε από ?κει, μείνανε 2.567. Έτσι είπα να βγάλω τις πολιτικές... κατέβηκα στις 23 σελίδες. Και τώρα τι κάνουμε;»
Ον πολιτικό χαρακτηρίζει τον άνθρωπο ο Αριστοτέλης, αφού κύριο μέλημά του, για την ομαλή του διαβίωση, είναι η δημιουργία συνόλων, κοινωνικών ομάδων, εθνών ολόκληρων μέσα στα οποία ζει έχοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις. Αργότερα, πολλοί φιλόσοφοι μελετώντας τον άνθρωπο, στο πλαίσιο των στοιχείων που τον διακρίνουν από τα υπόλοιπα ζώα και χαρακτηρίζουν την οντότητά του, θα τον ορίσουν ως το ζώο που ξέρει να γελά. Ο Μπεργκσόν θα πάει ακόμη πιο πέρα, χαρακτηρίζοντάς τον ως το ζώο που προκαλεί το γέλιο. Από τα παραπάνω φιλοσοφικά συμπεράσματα και μόνο, μπορούμε εύκολα να οδηγηθούμε στο ακόλουθο πόρισμα. Η Πολιτική Γελοιογραφία -ακόμη κι όταν δε φτάνει τα όρια της τέχνης- είναι αδιαμφισβήτητο, ότι ικανοποιεί, ως μορφή έκφρασης, βαθύτερες ανάγκες του ανθρώπου και συγκεκριμένα, την εσωτερική ανάγκη του για εξωτερίκευση μέσω της εμπλοκής στα πολιτικά πράγματα -έστω και ως απλός σχολιαστής- και την έμφυτη ορμή και διάθεση, που έχει να γελάσει ή να προκαλέσει το γέλιο. Για τους λόγους αυτούς και μόνο, η Πολιτική Γελοιογραφία μπορεί να θεωρηθεί ως μια καλλιτεχνική έκφραση ιδιαίτερης σημασίας και ξεχωριστής προσφοράς στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα του τόπου.

Η ουσία της Ελληνικής Πολιτικής Γελοιογραφίας

Από το πρώτο κιόλας γελοιογραφικό σπάραγμα που αποπειράθηκε να εκθέσει το πρόσωπο του δυνάστη Άρμανσπεργκ ως το οποιοδήποτε politically correct γελοιογραφικό καρεδάκι που περιμένει υπομονετικά την αυριανή του έκδοση μαζί με τα πρωτοσέλιδα νέα της Χ εφημερίδας, η ουσία της πολιτικής γελοιογραφίας παραμένει η ίδια. Βρίσκεται στην απόπειρά της να ασκήσει κριτική στην κάθε είδους και μορφής εξουσία, προσπαθώντας παράλληλα να αποκαταστήσει τη λαβωμένη και ενίοτε σκλαβωμένη δημοκρατική συνείδηση του πολίτη. Οπτικοποιεί τα πολιτικά ήθη, εστιάζει στα πολιτικά λάθη, σκάνδαλα, παρατράγουδα, σατιρίζει τα πολιτικά πρόσωπα. Η σάτιρα αυτή βέβαια κυμαίνεται από καυστικά πικρόχολη ως ένα απλό «χάιδεμα στα αυτιά». Και στις δύο περιπτώσεις, η επιτυχία της κρίνεται από την αποδοχή που θα έχει από τον λαό και την αντίστοιχη ανταπόκριση από την εξουσία. Ο τρόπος με τον οποίο θα περάσει το μήνυμά της και η ουσία βέβαια του μηνύματος αυτού, αφού γνωρίσουν τη μαζική λαϊκή αποδοχή και την ακόλουθη ανταπόκριση «εκ των άνω», καθιστούν την πολιτική γελοιογραφία ένα ευφυές κάτοπτρο της πολιτικής επικαιρότητας και των πρωταγωνιστών της. Το ευτράπελο είναι ότι ενώ σε δικτατορικά καθεστώτα η πολιτική γελοιογραφία επικηρύσσεται, στα δημοκρατικά πολλές φορές επιζητείται από τους ίδιους τους γελοιογραφηθέντες, δηλαδή τους πολιτικούς. Γιατί αν δούμε τη γελοιογραφία από μια άλλη άποψη, θα παρατηρήσουμε ότι κηρύσσει αυτομάτως το πρόσωπο που γελοιογραφεί σε πρωταγωνιστή των πολιτικών επικαίρων, πράγμα που επιζητεί -κατά ένα διεστραμμένο λόγο- διακαώς ή πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτικών. Το φαινόμενο αυτό και η επαναλαμβανόμενη πρακτική του από γελοιογράφους που ευνοούν μια τέτοια σχέση με την εξουσία, καταλύει τον χαρακτηρισμό της γελοιογραφίας ως διαδικασίας υποβιβασμού και της προσδίδει τον χαρακτήρα διαδικασίας εξύψωσης.
Aπό πλευράς τεχνοτροπίας, οι περισσότεροι Έλληνες γελοιογράφοι είναι επηρεασμένοι από τη Γαλλική Σχολή, που ζητά εκλεπτυσμένο εικαστικό, τόσο ανάλαφρο ώστε να αναδεικνύεται ο όγκος και η δύναμη του καυστικού σχολίου. H δύναμη της ελληνικής πολιτικής γελοιογραφίας βρίσκεται στην ατάκα. Aπό πλευράς τεχνικής, η γελοιογραφία κάνει χρήση απλών γραμμών και καθαρών περιγραμμάτων ορίζοντας παράλληλα με το εμφανές, κι αυτό που δεν προσδιορίζεται αρχικώς, αλλά κρύβει την κωμική ουσία των πραγμάτων. Θα δανειστούμε τους προσδιορισμούς και τις περιγραφές του Πέτρου Mαρτινίδη6 σχετικά με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την ανάδειξη του κωμικού στοιχείου στα εικονογραφήματα7, τα οποία συγγενεύουν με τη γελοιογραφία. Aυτές οι μέθοδοι είναι η συγκεκριμενοποίηση του αφηρημένου και η σύμφυση οπτικού -ρηματικού. Mε τη μεν πρώτη, οι απροσδιόριστες μεταφορές του λόγου γίνονται με την εικόνα της γελοιογραφίας χυμώδεις κυριολεξίες, με τη δεύτερη δε, η γελοιογραφία παίζει διαρκώς με τη διαλεκτική συγκεκριμένου-αφηρημένου, συγκεκριμενοποιώντας (με αφαιρέσεις!) το αφηρημένο.

Η σοβαρή πλευρά μιας «αστείας» τέχνης

Λίγο πριν την κατακλείδα αυτής της μελέτης, θα συνοψίσουμε όσα ειπώθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια με σκοπό να τα χρησιμοποιήσουμε ως επιχειρήματα που θα δώσουν απάντηση στο τελευταίο κρίσιμο ερώτημα. Αποτελεί η πολιτική γελοιογραφία, -αυτό το σχετικά νέο είδος καλλιτεχνικής έκφρασης- ένα είδος τέχνης;
Μέχρι στιγμής, λοιπόν, έχουμε προσδιορίσει ως γενέθλια περίοδο της ελληνικής πολιτικής γελοιογραφίας αυτήν μεταξύ των ετών 1836-1839, όπου οι Παναγιώτης και Δημήτριος Ζωγράφος κατόπιν υποδείξεως του στρατηγού Μακρυγιάννη φιλοτεχνούν την περίφημη πλέον Αλήθεια ενώ, ήδη από τις αρχές του 1830 ο Ντωμιέ, στην Ευρώπη, προσδιορίζει με το ταλέντο του τις αρχές και τους κανόνες της γελοιογραφίας.
Η δημιουργία αυτής της νέας καλλιτεχνικής έκφρασης, την οποία εξασκούν άνθρωποι πολυδιάστατοι, με ταλέντο να συνδυάζουν την οπτική και τη ρηματική σάτιρα, που οι ίδιοι δημιουργούν βασιζόμενοι συνήθως στην επικαιρότητα, αποτελεί πραγματική επανάσταση στον χώρο της εικόνας. Μια επανάσταση, θα λέγαμε, που ξεκινάει από την πολεμική που ασκεί εκείνη την περίοδο η φωτογραφία, με την εισαγωγή της στους κόλπους της ζωγραφικής, όπως για παράδειγμα στη νατουραλιστική απόδοση τοπίων και στα πορτραίτα. Η ζωγραφική απαντά με την αφαίρεση και τον μοντερνισμό, ενώ από μέσα της ξεπηδά η γελοιογραφία περιχαρακώνοντας με το καθαρό και συνάμα υπερβολικό σκίτσο της, αλλά και τον συνδυασμό του σατιρικού λόγου, τη θέση της τόσο από τη ζωγραφική, όσο και από τη φωτογραφία.
Ως μέθοδος οπτικοποίησης, η γελοιογραφία γνωρίζει δυναμική εξέλιξη. Αυτό οφείλεται στη μοναδικότητα που τη χαρακτηρίζει να καταγράφει το γελοίο, αποκωδικοποιώντας το κωμικό με σκοπό την πρόκληση του γέλιου. Όταν η φωτογραφία καταγράφει και απαθανατίζει την απόλυτη στιγμή της μορφής, η γελοιογραφία την απαθανατίζει σαν μια παλμική κίνηση, που βρίσκεται σε κωμική ακαμψία. Η δε πολιτική γελοιογραφία αποκτά χαρακτήρα κοινωνικού φαινομένου. Γίνεται η φωνή που θα οπτικοποιήσει τους φόβους και τις ανησυχίες των πολιτών από τη μια, τα σκάνδαλα και τα πάθη των πολιτικών από την άλλη, καθιστώντας τους πρώτους κριτικούς θεατές στα δρώμενα των δεύτερων.
Η γελοιογραφία με την πάροδο των ετών διαμορφώνει πλήρως τον χαρακτήρα της κάνοντας αισθητή την παρουσία και την προσφορά της. Η δημιουργική απασχόληση ανθρώπων του πνεύματος και των τεχνών, όπως ο Θέμος Άννινος, ο Δημήτρης Γαλάνης, ο Στέφανος Ξένος κ.ά., με το είδος της πολιτικής γελοιογραφίας αποτελεί λαμπρή απόδειξη της σπουδαίας καλλιτεχνικής της σημασίας και απαντά στο τελικό μας ερώτημα: Ναι, η πολιτική γελοιογραφία μπορεί να ιδωθεί ως τέχνη, όταν πληροί τις προϋποθέσεις αρτιότητας και δεξιοτεχνίας. Τότε αποτελεί μια έντεχνη απεικόνιση που προκαλεί το γέλιο. Βέβαια ποτέ δε θα μπορούσε να φτάσει την Υψηλή Τέχνη, της τραγωδίας για παράδειγμα. Όμως δεν είναι αυτός ο σκοπός. Κάτι τέτοιο, μάλιστα, θα στερούσε από τη γελοιογραφία όλη της τη φρεσκάδα, δεδομένου ότι για να προκληθεί το γέλιο απαιτείται η απουσία οποιασδήποτε μορφής συναισθηματικής φόρτισης. Το κωμικό που περιέχεται στη γελοιογραφία ακροβατεί ανάμεσα στην τέχνη και τη ζωή, γιατί προσπαθώντας να γοητεύσει, όπως η καθαρή τέχνη, προσπαθεί παράλληλα, με τη δύναμη του γέλιου που προκαλεί, να γενικεύσει και να σχολιάσει την επικαιρότητα. Ο Δ. Κακλαμάνος χαρακτηρίζει τη γελοιογραφία ως «το μειδίαμα της τέχνης»8.

Παραπομπές
  1. Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο και μελετητή Δημήτρη Σαπρανίδη, η λέξη χιούμορ έχει ελληνική καταγωγή, από τη λέξη χυμός -αγγλικά humour, γαλλικά humeur- και λίκνο της ήταν ο χώρος όπου γεννήθηκε η Δημοκρατία και η Κωμωδία. Ο Joseph Addison αναφέρει ότι «Ρίζα της οικογένειας ήταν η Αλήθεια που γέννησε τον Ορθό λόγο. Ο Ορθός λόγος γέννησε το Πνεύμα που διάλεξε για σύζυγο μια πλάγια συγγένισσα. Άκουγε στο όνομα Ευθυμία. Με αυτήν απόκτησε ένα γιο, τον Χιούμερο», σχολιάζοντας γλαφυρά τη συγγένεια του Χιούμορ με την Αλήθεια.
  2. Τα λόγια αυτά έγραψε αναφερόμενος στην έννοια του καινούργιου αστείου και στον τρόπο με τον οποίο αυτό γίνεται αποδεκτό από την κοινωνία. Με παρόμοιο τρόπο, πιστεύω, γίνεται αποδεκτή από τον κόσμο μια επιτυχημένη γελοιογραφία.
  3. Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις όπως του Στέφανου Ξένου, του Δημητρίου Γαλάνη και του Κοσμά Θεοδωρίδη (Togo), που δημιουργούν τις γελοιογραφίες τους στο Λονδίνο, το Παρίσι και την Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα, ωστόσο είναι και «πολιτογραφούνται» Έλληνες πολιτικοί γελοιογράφοι.
  4. Ο ισχυρισμός μας σχετικά με την πρώτη ελληνική πολιτική γελοιογραφία (δες σχετικό κεφάλαιο) δεν είναι αυθαίρετος. Βασίστηκε στα γραφόμενα του μελετητή της Ελληνικής Πολιτικής Γελοιογραφίας (έως του έτους 1909), Δημητρίου Σαπρανίδη, του οποίου η μελέτη θεωρείται έγκυρη και μοναδική στο είδος της.
  5. Προλογίζοντας τον τόμο Έλληνες Γελοιογράφοι του 20ού Αιώνα (1901-1999), Εκδόσεις Αστραία, Αθήνα 1999, του οποίου το υλικό και επιμελήθηκε.
  6. Μαρτινίδης Πέτρος, «Κόμικς» Τέχνη και Τεχνικές της Εικονογραφήγησης, Εργοστάσιο Γραφικών Τεχνών ΑΣΕ Α.Ε. β? έκδοση 1991.
  7. Όπως ο ίδιος βαφτίζει τα κόμικς, σε μια προσπάθεια να αποκτήσουν ελληνική ονομασία.
  8. Κακλαμάνος Δ., Η Γελοιογραφία εν Ελλάδι, το Άστυ, (σελ. 4) Αθήνα 1898.

 

http://www.istoria.gr/